Ένας Τ/Κ κι ένας Ε/Κ επέστρεψαν στο πεδίο της μάχης στη Λεύκα
Κάθαρση, 35 χρόνια μετά
Ο Φετχί Ακιντζί κι ο Γιάννης Μαραθεύτης συναντήθηκαν, 35 χρόνια μετά, εκεί όπου ο πρώτος πυροβόλησε τον δεύτερο, νομίζοντας ότι τον άφησε νεκρό. "Το θέμα είναι να ζήσουμε σήμερα σε ειρήνη. Όχι άλλες μανάδες να κλαίνε", δηλώνουν συγκινημένοι
Το ραντεβού είχε δοθεί στην πύλη Κέρμια, στο καφενείο, αμέσως μετά το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου. Οι δημοσιογράφοι, λιγοστοί Ελληνοκύπριοι και κάποιοι Τουρκοκύπριοι, κυρίως από κανάλια, ανταλλάσσαμε μια πρώτη κουβέντα με τον Φετχί Ακιντζί και τον Πανίκο Νεοκλέους. Ο πρώτος, πολεμιστής το 1974 στη Λεύκα, έμαθε από το βιβλίο του Νεοκλέους ("Αγνοηθέντες 1974") πως ένας Ε/Κ φαντάρος που θεωρούσε νεκρό από τα δικά του πυρά, ο Γιάννης Μαραθεύτης, είχε γλιτώσει και ζούσε σήμερα ειρηνικά στη Λευκωσία. Οι δύο άνδρες ήρθαν σε επαφή για πρώτη φορά στις 6 Αυγούστου, για έναν καφέ, στη Λήδρας. Εκείνο το ραντεβού είχε καταγράψει ο "Π" και το δημοσιοποίησε. Οι δυο τους είχαν δώσει τα χέρια, ομονόησαν ότι ο πόλεμος πρέπει να λήξει κι οι δυο κοινότητες να συμβιώσουν ειρηνικά κι έδωσαν ραντεβού, το περασμένο Σάββατο, στον τόπο του παρ'ολίγον εγκλήματος, στο πεδίο μάχης της Λεύκας, εκεί που τον Ιούλη του '74 είχαν ανταλλάξει πυρά.Η συνάντησηΣε λίγο έφτασε το αυτοκίνητο του Γιάννη Μαραθεύτη. Σταματά στο καφενείο, κατεβαίνει μαζί με την οικογένειά του. Ο Ακιντζί τον πλησιάζει ανυπόμονα, αγκαλιάζονται σφιχτά και τον ρωτά σαν παλιόφιλος. "Μαραθεύτη, ποια είναι η γυναίκα σου;". Η σύζυγος εμφανίζεται, συστήνονται και δίνουν τα χέρια κι η μικρή εγγονή του Ακιντζί τής δίνει ένα μπουκέτο λουλούδια. Στέκονται όλοι μαζί αγκαλιά, ο ένας δίπλα στον άλλο για τις πρώτες δηλώσεις. "Ειρήνη στην Κύπρο", λέει ο Μαραθεύτης. "Ειρήνη στον κόσμο", συμπληρώνει ο Ακιντζί. "Είμαστε όλοι άνθρωποι. Ο πόνος είναι ίδιος για όλους, όταν υποφέρουμε - υποφέρουμε όλοι. Είναι ώρα να ενωθούμε και να μάθουμε ο ένας τον άλλο. Να σιγουρευτούμε ότι ο πόλεμος έχει λήξει", συμπληρώνει η κυρία Μαραθεύτη. Ο καυτός ήλιος του Αυγούστου δεν άφηνε πολλά περιθώρια να ξεφύγουμε από το πρόγραμμα της ιστορικής συνάντησης. Ο εμπνευστής της, ο κ. Νεοκλέους, μοιράζει χαρτιά με τυπωμένη πάνω τους τη μορφή ενός περιστεριού και τις λέξεις "bar?s" και "peace", ειρήνη... Τα τοποθετούμε στο παρμπρίζ και ξεκινούμε κομβόι για τη Λεύκα.Στο πεδίο της μάχηςΟ κ. Ακιντζί οδηγεί την πορεία και πίσω του εμείς. Κιόνελι, Άγιος Βασίλειος, Κατωκοπιά, Μόρφου. Όσο τα χωριά ξεδιπλώνονται, τόσο μεγαλώνει κι η αγωνία, πού πάμε, τι θα δούμε, να 'μεινε άραγε τίποτα που να θυμίζει τη μάχη; Μετά την Πεντάγυα παίρνουμε μια στροφή αριστερά και λίγο πριν τη Λεύκα, μες στα χωράφια σε έναν δρόμο μικρό, αγροτικό, σταματούμε. Ο Ακιντζί βγαίνει έξω και δείχνει τους λόφους. "Κάπου εδώ ήταν...". Ο Μαραθεύτης πλησιάζει, συμφωνεί. Δείχνει τους λόφους απ' όπου ξεκίνησε η μάχη κι αρχίζει την αφήγηση.Την ημέρα, λέει, που γινόταν ο πόλεμος απολυόταν. Ήταν 200 άτομα στο λόχο του. Οι 58 σκοτώθηκαν. Το ξημέρωμα της 21ης Ιουλίου σε εκείνα τα υψώματα της Λεύκας είχαν βρεθεί κάπου δύο λόχοι, ένας με τον υπολογαχό Γιαννακόπουλο, που ήταν ασυρματιστής, ο άλλος με περίπου 40 εφέδρους και επικεφαλής τον Σταύρο Μητσάκη, που σκοτώθηκε αργότερα στη Λάπηθο.
Αποστολή αυτοκτονίαςΗ διαταγή ήταν να κατέβουν από τα υψώματά τους προς τα κάτω και να καταλάβουν τα υψώματα ανατολικά της Λεύκας. "Ήταν αποστολή αυτοκτονίας", διηγείται ο Μαραθεύτης. "Δεν μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να το πετύχουμε με τα όπλα που είχαμε, τα μαρτίνια. Όταν κοντέψαμε αρκετά, δεχτήκαμε ομαδικά πυρά, χαλασμός κόσμου. Είχαμε καθηλωθεί εκεί. Όπως ήμασταν μπρούμυτα, κατάλαβα πως οι σφαίρες έπεφταν δίπλα μας σαν το χαλάζι...". Κάποια στιγμή, εμφανίστηκαν πέντε τουρκικά αεροπλάνα που βομβάρδισαν την περιοχή, δίχως όμως να τους πλήξουν, διότι βρίσκονταν ήδη μες στο τουρκικό φυλάκιο. Όπως θυμάται ο Μαραθεύτης, τραυματίστηκε πρώτα ο φίλος του, Ακρίτας Αχιλλέας, από τη Ζώδια κι έπειτα δίπλα του ο Χαράλαμπος Κωνσταντίνου απ' τον Στρόβολο. Τον Μαραθεύτη η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι, τρύπησε το κράνος και του προκάλεσε ένα τραύμα στη δεξιά πλευρά. Αιμορραγούσε πολύ, έβγαλε το κράνος με πολύ κόπο, κι έκανε να κινηθεί προς τα πίσω, αφήνοντας πίσω του τον ασύρματο, το κράνος και το όπλο. Διατηρώντας τις αισθήσεις του, μπόρεσε αρχικά να κατεβεί κάτω στην κοιλάδα. Κατευθύνθηκε προς το Περιστερωνάρι, καθώς θεωρούσε ότι δεν θα κατάφερνε να ανεβεί τον λόφο προς τα ελληνικά φυλάκια. Πλησιάζοντας το χωριό, είδε να καίγονται κάτι πλινθόκτιστα σπίτια και γύρω να υπάρχουν στρατιώτες. Προς στιγμήν φώναξε βοήθεια, αλλά δεν κατάλαβε αν επρόκειτο για Τούρκους ή Έλληνες και κρύφτηκε. Τελικά, κατάφερε να ανεβεί με πολύ κόπο τον λόφο, εκεί όπου τον βρήκε ο συμπολεμιστής του Κώστας Τουμπής. Έφυγε για περίθαλψη στο Γενικό Νοσοκομείο, όπου παρέμεινε 40 μέρες. Πήρε εξιτήριο στις 29 Αυγούστου-συμπτωματικά, την ίδια μέρα, 35 χρόνια μετά, επέστρεψε στον τόπο της μάχης."Τον θυμάμαι να τρέχει"Ο Φετχί αρχίζει την αφήγηση από τη δική του πλευρά. Τη μέρα που άρχισε ο πόλεμος, λέει, οι Έλληνες βρέθηκαν πίσω από την πλαγιά κι ο τουρκικός στρατός έστρεψε τα όπλα εναντίον τους, προς τη Λεύκα. Την 21η Ιουλίου, όταν ξεκίνησε η μάχη, ήταν χαράματα, η ώρα 4.30 κι ο Ακιντζί πυροβολούσε με ένα Α4. "Θυμούμαι πολύ καλά τον Γιάννη", είπε προχτές, βλέποντας τους λόφους όπου εκτυλίχθηκε η μάχη. "Έτρεχε μαζί με έναν φίλο του. Εγώ πυροβόλησα με το Α4 και χτύπησα τον Γιάννη. Έτρεχε, τον έπαιξα κι εκείνος στάθηκε λίγο κι έπεσε αργά προς τα πίσω". Όταν τέλειωσε η μάχη, πήγε προς την πλευρά τους και βρήκε έναν στρατιώτη νεκρό, χτυπημένο στο λαιμό και λίγο πιο πέρα, το τρυπημένο κράνος, τον ασύρματο και το όπλο του Μαραθεύτη.Στεφάνι ελιάςΗ προχθεσινή ήταν η πρώτη επιστροφή του Γιάννη Μαραθεύτη, του 56χρονου σήμερα ανώτερου τεχνικού μηχανικού στην Ηλεκτρική Υπηρεσία, πατέρα δύο παιδιών, στον τόπο όπου παρ'ολίγον να έχανε τη ζωή του στον πόλεμο. Είχε ξανάρθει στη Λεύκα, όμως δεν ήξερε τον δρόμο για να πάει στο πεδίο της μάχης. Τριάντα πέντε χρόνια μετά και αντί για σφαίρες, στο ξερό χωράφι θα αφήσει, μαζί με τον Ακιντζί και τα παιδιά τους, ένα στεφάνι ελιάς, εκφράζοντας την επιθυμία τους να ζήσουν ειρηνικά."Το μόνο που σκέφτομαι τώρα που επέστρεψα, είναι ότι σ' αυτόν τον κόσμο μπορούμε και πρέπει να ζήσουμε ειρηνικά. Νόμιζα τότε ότι μετά τον πόλεμο θα τα είχα ξεχάσει. Ό,τι συμβαίνει όμως στον πόλεμο δεν ξεχνιέται. Ήταν πόλεμος. Θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση του Φετχί. Ό,τι έγινε, έγινε. Το θέμα είναι να ζήσουμε σήμερα σε ειρήνη. Όχι άλλες μανάδες να κλαίνε", δηλώνει, αγκαλιάζοντας τον Φετχί Ακιντζί. "Ήρθα εδώ σήμερα και σκέφτηκα. τι να πω κι εγώ; Σκέφτηκα ότι τότε πέθαναν τρεις Ελληνοκύπριοι και δυο Τουρκοκύπριοι. Φταίγαμε εμείς; Όχι, έφταιγε η κυβέρνηση! Σήμερα κατάλαβα ότι από τον πόλεμο δεν κερδίζει κανείς. Χάρηκα πολύ που είναι ζωντανός", δηλώνει εμφανώς ανακουφισμένος ο Φετχί Ακιντζί, κάτοικος Λεύκας, παντρεμένος σήμερα με τέσσερα παιδιά κι εγγόνια και ιδιοκτήτης καφενείου. "Πέρασαν τόσοι πρόεδροι, ο Μακάριος, ο Σαμψών, ο Παπαδόπουλος, ποιος κατάφερε να φέρει την ειρήνη στον τόπο; Κανένας! Τώρα πρέπει να καταφέρουμε να ζήσουμε μαζί με ειρήνη κι αγάπη. Από σήμερα να είμαστε καλύτερα", συμπληρώνει. Στο ίδιο πεδίο της μάχης κι ο συγγραφέας Πανίκος Νεοκλέους, που η περιγραφή του έγινε η αφορμή να συναντηθούν οι δύο άντρες 35 χρόνια μετά και να δώσουν τα χέρια. Ο κ. Νεοκλέους συνεχάρη τους άλλοτε αντιπάλους πολεμιστές για το κουράγιο τους να συναντηθούν και για τη φιλία τους. "Όταν αυτοί οι δύο άνθρωποι που πήγαν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο μπόρεσαν να γίνουν φίλοι, αυτοί που δεν είχαν τέτοια περιστατικά, δεν μπορούν;", σχολιάζει, κλείνοντας τη σύντομη επιστροφή στο πεδίο της μάχης.
Είχαν τα ίδια, εγγλέζικα όπλαΣτο πεδίο της μάχης, στα υψώματα ανατολικά της Λεύκας, ο Ακιντζί θυμήθηκε και μια μοναδική λεπτομέρεια της σύγκρουσης. Όταν τέλειωσε η μάχη, πήγε προς την πλευρά των Ελλήνων για να βρει τα όπλα τους. Εκεί, είδε έναν στρατιώτη χτυπημένο στον λαιμό. "Ήταν πεθαμένος", λέει, "αλλά το ρολόι του δούλευε και φορούσε τα γυαλιά του". Ο Μαραθεύτης τον ρωτάει: "Είχε και ασύρματο;". Ο Ακιντζί απαντάει θετικά. "Ήταν ο Πολύκαρπος Χατζηκυριάκου", συμπληρώνει ο Μαραθεύτης, ενθυμούμενος τον συμπολεμιστή του. Ο Ακιντζί θυμάται πως το ρολόι του Χατζηκυριάκου έδειχνε 21 του Ιούλη, 1 και 13 λεπτά. "Μαραζώνω για τη μητέρα και το παιδί που πέθαναν εκείνη τη μέρα. Δεν ήθελα να γίνουν έτσι τα πράγματα, αλλά ήμασταν στρατιώτες", συμπληρώνει. Λίγο παραπέρα, λέει, βρήκε τον εξοπλισμό του Μαραθεύτη και κάμποσα όπλα, 7 μαρτίνια κι ένα μπρεν. Κοιτούσε για ώρα τα σημάδια στα όπλα για να καταλάβει σε ποιον στρατό ανήκαν, όμως δεν το κατόρθωσε. "Ήταν όλα ίδια, δεν ξεχώριζα δικά μας από τα ελληνικά. Κατάλαβα τότε πως όλα τα όπλα που μας δίνανε ήταν του Εγγλέζου...", σχολιάζει, κι ο Μαραθεύτης κουνάει πικραμένος το κεφάλι καταφατικά...
Κάθαρση, 35 χρόνια μετά
Ο Φετχί Ακιντζί κι ο Γιάννης Μαραθεύτης συναντήθηκαν, 35 χρόνια μετά, εκεί όπου ο πρώτος πυροβόλησε τον δεύτερο, νομίζοντας ότι τον άφησε νεκρό. "Το θέμα είναι να ζήσουμε σήμερα σε ειρήνη. Όχι άλλες μανάδες να κλαίνε", δηλώνουν συγκινημένοι
Το ραντεβού είχε δοθεί στην πύλη Κέρμια, στο καφενείο, αμέσως μετά το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου. Οι δημοσιογράφοι, λιγοστοί Ελληνοκύπριοι και κάποιοι Τουρκοκύπριοι, κυρίως από κανάλια, ανταλλάσσαμε μια πρώτη κουβέντα με τον Φετχί Ακιντζί και τον Πανίκο Νεοκλέους. Ο πρώτος, πολεμιστής το 1974 στη Λεύκα, έμαθε από το βιβλίο του Νεοκλέους ("Αγνοηθέντες 1974") πως ένας Ε/Κ φαντάρος που θεωρούσε νεκρό από τα δικά του πυρά, ο Γιάννης Μαραθεύτης, είχε γλιτώσει και ζούσε σήμερα ειρηνικά στη Λευκωσία. Οι δύο άνδρες ήρθαν σε επαφή για πρώτη φορά στις 6 Αυγούστου, για έναν καφέ, στη Λήδρας. Εκείνο το ραντεβού είχε καταγράψει ο "Π" και το δημοσιοποίησε. Οι δυο τους είχαν δώσει τα χέρια, ομονόησαν ότι ο πόλεμος πρέπει να λήξει κι οι δυο κοινότητες να συμβιώσουν ειρηνικά κι έδωσαν ραντεβού, το περασμένο Σάββατο, στον τόπο του παρ'ολίγον εγκλήματος, στο πεδίο μάχης της Λεύκας, εκεί που τον Ιούλη του '74 είχαν ανταλλάξει πυρά.Η συνάντησηΣε λίγο έφτασε το αυτοκίνητο του Γιάννη Μαραθεύτη. Σταματά στο καφενείο, κατεβαίνει μαζί με την οικογένειά του. Ο Ακιντζί τον πλησιάζει ανυπόμονα, αγκαλιάζονται σφιχτά και τον ρωτά σαν παλιόφιλος. "Μαραθεύτη, ποια είναι η γυναίκα σου;". Η σύζυγος εμφανίζεται, συστήνονται και δίνουν τα χέρια κι η μικρή εγγονή του Ακιντζί τής δίνει ένα μπουκέτο λουλούδια. Στέκονται όλοι μαζί αγκαλιά, ο ένας δίπλα στον άλλο για τις πρώτες δηλώσεις. "Ειρήνη στην Κύπρο", λέει ο Μαραθεύτης. "Ειρήνη στον κόσμο", συμπληρώνει ο Ακιντζί. "Είμαστε όλοι άνθρωποι. Ο πόνος είναι ίδιος για όλους, όταν υποφέρουμε - υποφέρουμε όλοι. Είναι ώρα να ενωθούμε και να μάθουμε ο ένας τον άλλο. Να σιγουρευτούμε ότι ο πόλεμος έχει λήξει", συμπληρώνει η κυρία Μαραθεύτη. Ο καυτός ήλιος του Αυγούστου δεν άφηνε πολλά περιθώρια να ξεφύγουμε από το πρόγραμμα της ιστορικής συνάντησης. Ο εμπνευστής της, ο κ. Νεοκλέους, μοιράζει χαρτιά με τυπωμένη πάνω τους τη μορφή ενός περιστεριού και τις λέξεις "bar?s" και "peace", ειρήνη... Τα τοποθετούμε στο παρμπρίζ και ξεκινούμε κομβόι για τη Λεύκα.Στο πεδίο της μάχηςΟ κ. Ακιντζί οδηγεί την πορεία και πίσω του εμείς. Κιόνελι, Άγιος Βασίλειος, Κατωκοπιά, Μόρφου. Όσο τα χωριά ξεδιπλώνονται, τόσο μεγαλώνει κι η αγωνία, πού πάμε, τι θα δούμε, να 'μεινε άραγε τίποτα που να θυμίζει τη μάχη; Μετά την Πεντάγυα παίρνουμε μια στροφή αριστερά και λίγο πριν τη Λεύκα, μες στα χωράφια σε έναν δρόμο μικρό, αγροτικό, σταματούμε. Ο Ακιντζί βγαίνει έξω και δείχνει τους λόφους. "Κάπου εδώ ήταν...". Ο Μαραθεύτης πλησιάζει, συμφωνεί. Δείχνει τους λόφους απ' όπου ξεκίνησε η μάχη κι αρχίζει την αφήγηση.Την ημέρα, λέει, που γινόταν ο πόλεμος απολυόταν. Ήταν 200 άτομα στο λόχο του. Οι 58 σκοτώθηκαν. Το ξημέρωμα της 21ης Ιουλίου σε εκείνα τα υψώματα της Λεύκας είχαν βρεθεί κάπου δύο λόχοι, ένας με τον υπολογαχό Γιαννακόπουλο, που ήταν ασυρματιστής, ο άλλος με περίπου 40 εφέδρους και επικεφαλής τον Σταύρο Μητσάκη, που σκοτώθηκε αργότερα στη Λάπηθο.
Αποστολή αυτοκτονίαςΗ διαταγή ήταν να κατέβουν από τα υψώματά τους προς τα κάτω και να καταλάβουν τα υψώματα ανατολικά της Λεύκας. "Ήταν αποστολή αυτοκτονίας", διηγείται ο Μαραθεύτης. "Δεν μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να το πετύχουμε με τα όπλα που είχαμε, τα μαρτίνια. Όταν κοντέψαμε αρκετά, δεχτήκαμε ομαδικά πυρά, χαλασμός κόσμου. Είχαμε καθηλωθεί εκεί. Όπως ήμασταν μπρούμυτα, κατάλαβα πως οι σφαίρες έπεφταν δίπλα μας σαν το χαλάζι...". Κάποια στιγμή, εμφανίστηκαν πέντε τουρκικά αεροπλάνα που βομβάρδισαν την περιοχή, δίχως όμως να τους πλήξουν, διότι βρίσκονταν ήδη μες στο τουρκικό φυλάκιο. Όπως θυμάται ο Μαραθεύτης, τραυματίστηκε πρώτα ο φίλος του, Ακρίτας Αχιλλέας, από τη Ζώδια κι έπειτα δίπλα του ο Χαράλαμπος Κωνσταντίνου απ' τον Στρόβολο. Τον Μαραθεύτη η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι, τρύπησε το κράνος και του προκάλεσε ένα τραύμα στη δεξιά πλευρά. Αιμορραγούσε πολύ, έβγαλε το κράνος με πολύ κόπο, κι έκανε να κινηθεί προς τα πίσω, αφήνοντας πίσω του τον ασύρματο, το κράνος και το όπλο. Διατηρώντας τις αισθήσεις του, μπόρεσε αρχικά να κατεβεί κάτω στην κοιλάδα. Κατευθύνθηκε προς το Περιστερωνάρι, καθώς θεωρούσε ότι δεν θα κατάφερνε να ανεβεί τον λόφο προς τα ελληνικά φυλάκια. Πλησιάζοντας το χωριό, είδε να καίγονται κάτι πλινθόκτιστα σπίτια και γύρω να υπάρχουν στρατιώτες. Προς στιγμήν φώναξε βοήθεια, αλλά δεν κατάλαβε αν επρόκειτο για Τούρκους ή Έλληνες και κρύφτηκε. Τελικά, κατάφερε να ανεβεί με πολύ κόπο τον λόφο, εκεί όπου τον βρήκε ο συμπολεμιστής του Κώστας Τουμπής. Έφυγε για περίθαλψη στο Γενικό Νοσοκομείο, όπου παρέμεινε 40 μέρες. Πήρε εξιτήριο στις 29 Αυγούστου-συμπτωματικά, την ίδια μέρα, 35 χρόνια μετά, επέστρεψε στον τόπο της μάχης."Τον θυμάμαι να τρέχει"Ο Φετχί αρχίζει την αφήγηση από τη δική του πλευρά. Τη μέρα που άρχισε ο πόλεμος, λέει, οι Έλληνες βρέθηκαν πίσω από την πλαγιά κι ο τουρκικός στρατός έστρεψε τα όπλα εναντίον τους, προς τη Λεύκα. Την 21η Ιουλίου, όταν ξεκίνησε η μάχη, ήταν χαράματα, η ώρα 4.30 κι ο Ακιντζί πυροβολούσε με ένα Α4. "Θυμούμαι πολύ καλά τον Γιάννη", είπε προχτές, βλέποντας τους λόφους όπου εκτυλίχθηκε η μάχη. "Έτρεχε μαζί με έναν φίλο του. Εγώ πυροβόλησα με το Α4 και χτύπησα τον Γιάννη. Έτρεχε, τον έπαιξα κι εκείνος στάθηκε λίγο κι έπεσε αργά προς τα πίσω". Όταν τέλειωσε η μάχη, πήγε προς την πλευρά τους και βρήκε έναν στρατιώτη νεκρό, χτυπημένο στο λαιμό και λίγο πιο πέρα, το τρυπημένο κράνος, τον ασύρματο και το όπλο του Μαραθεύτη.Στεφάνι ελιάςΗ προχθεσινή ήταν η πρώτη επιστροφή του Γιάννη Μαραθεύτη, του 56χρονου σήμερα ανώτερου τεχνικού μηχανικού στην Ηλεκτρική Υπηρεσία, πατέρα δύο παιδιών, στον τόπο όπου παρ'ολίγον να έχανε τη ζωή του στον πόλεμο. Είχε ξανάρθει στη Λεύκα, όμως δεν ήξερε τον δρόμο για να πάει στο πεδίο της μάχης. Τριάντα πέντε χρόνια μετά και αντί για σφαίρες, στο ξερό χωράφι θα αφήσει, μαζί με τον Ακιντζί και τα παιδιά τους, ένα στεφάνι ελιάς, εκφράζοντας την επιθυμία τους να ζήσουν ειρηνικά."Το μόνο που σκέφτομαι τώρα που επέστρεψα, είναι ότι σ' αυτόν τον κόσμο μπορούμε και πρέπει να ζήσουμε ειρηνικά. Νόμιζα τότε ότι μετά τον πόλεμο θα τα είχα ξεχάσει. Ό,τι συμβαίνει όμως στον πόλεμο δεν ξεχνιέται. Ήταν πόλεμος. Θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση του Φετχί. Ό,τι έγινε, έγινε. Το θέμα είναι να ζήσουμε σήμερα σε ειρήνη. Όχι άλλες μανάδες να κλαίνε", δηλώνει, αγκαλιάζοντας τον Φετχί Ακιντζί. "Ήρθα εδώ σήμερα και σκέφτηκα. τι να πω κι εγώ; Σκέφτηκα ότι τότε πέθαναν τρεις Ελληνοκύπριοι και δυο Τουρκοκύπριοι. Φταίγαμε εμείς; Όχι, έφταιγε η κυβέρνηση! Σήμερα κατάλαβα ότι από τον πόλεμο δεν κερδίζει κανείς. Χάρηκα πολύ που είναι ζωντανός", δηλώνει εμφανώς ανακουφισμένος ο Φετχί Ακιντζί, κάτοικος Λεύκας, παντρεμένος σήμερα με τέσσερα παιδιά κι εγγόνια και ιδιοκτήτης καφενείου. "Πέρασαν τόσοι πρόεδροι, ο Μακάριος, ο Σαμψών, ο Παπαδόπουλος, ποιος κατάφερε να φέρει την ειρήνη στον τόπο; Κανένας! Τώρα πρέπει να καταφέρουμε να ζήσουμε μαζί με ειρήνη κι αγάπη. Από σήμερα να είμαστε καλύτερα", συμπληρώνει. Στο ίδιο πεδίο της μάχης κι ο συγγραφέας Πανίκος Νεοκλέους, που η περιγραφή του έγινε η αφορμή να συναντηθούν οι δύο άντρες 35 χρόνια μετά και να δώσουν τα χέρια. Ο κ. Νεοκλέους συνεχάρη τους άλλοτε αντιπάλους πολεμιστές για το κουράγιο τους να συναντηθούν και για τη φιλία τους. "Όταν αυτοί οι δύο άνθρωποι που πήγαν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο μπόρεσαν να γίνουν φίλοι, αυτοί που δεν είχαν τέτοια περιστατικά, δεν μπορούν;", σχολιάζει, κλείνοντας τη σύντομη επιστροφή στο πεδίο της μάχης.
Είχαν τα ίδια, εγγλέζικα όπλαΣτο πεδίο της μάχης, στα υψώματα ανατολικά της Λεύκας, ο Ακιντζί θυμήθηκε και μια μοναδική λεπτομέρεια της σύγκρουσης. Όταν τέλειωσε η μάχη, πήγε προς την πλευρά των Ελλήνων για να βρει τα όπλα τους. Εκεί, είδε έναν στρατιώτη χτυπημένο στον λαιμό. "Ήταν πεθαμένος", λέει, "αλλά το ρολόι του δούλευε και φορούσε τα γυαλιά του". Ο Μαραθεύτης τον ρωτάει: "Είχε και ασύρματο;". Ο Ακιντζί απαντάει θετικά. "Ήταν ο Πολύκαρπος Χατζηκυριάκου", συμπληρώνει ο Μαραθεύτης, ενθυμούμενος τον συμπολεμιστή του. Ο Ακιντζί θυμάται πως το ρολόι του Χατζηκυριάκου έδειχνε 21 του Ιούλη, 1 και 13 λεπτά. "Μαραζώνω για τη μητέρα και το παιδί που πέθαναν εκείνη τη μέρα. Δεν ήθελα να γίνουν έτσι τα πράγματα, αλλά ήμασταν στρατιώτες", συμπληρώνει. Λίγο παραπέρα, λέει, βρήκε τον εξοπλισμό του Μαραθεύτη και κάμποσα όπλα, 7 μαρτίνια κι ένα μπρεν. Κοιτούσε για ώρα τα σημάδια στα όπλα για να καταλάβει σε ποιον στρατό ανήκαν, όμως δεν το κατόρθωσε. "Ήταν όλα ίδια, δεν ξεχώριζα δικά μας από τα ελληνικά. Κατάλαβα τότε πως όλα τα όπλα που μας δίνανε ήταν του Εγγλέζου...", σχολιάζει, κι ο Μαραθεύτης κουνάει πικραμένος το κεφάλι καταφατικά...
ΧΡΥΣΤΑ ΝΤΖΑΝΗ
ΠΟΛΙΤΗΣ - 31/08/2009, Σελίδα: 6
as ginoun to neo keimeno sta sholika vivlia, as ginoun oi omilites stis sholikes giortes..as ginoun oi kalesmenoi se teleoptikes kai radiofonikes ekpompes
ΑπάντησηΔιαγραφή