Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Ο Χορός της Βροχής - του Ιωάννη Κκολού


Μια φορά και ένα καιρό, σε ένα μικρό νησί στο κέντρο του κόσμου επικρατούσε ξηρασία για 30 χρόνια. Μάταια οι σαμάνοι των ιθαγενών ξόρκιζαν το θεό του μεγάλου βουνού, πότε με δεήσεις, πότε με χορούς, πότε με θυσίες-πολλές θυσίες, να μεσολαβήσει ώστε να βρέξει επιτέλους. Οι σοδειές ξεραινόντουσαν, ο κόσμος διψούσε και μαράζωνε. Κάποιοι, ίσως πιο προνοητικοί, ξερίζωναν τις σοδειές τους και φύτευαν κάκτους. Κάποιοι άλλοι ανέμεναν καρτερικά λίγες σταγόνες βροχής να ζωντανέψουν οι σοδειές τους προσπαθώντας να μην ξεχάσουν τις εποχές που ο καιρός ήταν σπλαχνικός και νότιζε τη γη, που τώρα την πότιζε μόνο το αίμα από τις θυσίες που κάνανε συχνά πυκνά οι σαμάνοι που αλλοίμονο δεν αρκούσε να ξεδιψάσει το πυρωμένο από τον καυτό ήλιο, χώμα. Άλλοι πάλι, παραιτημένοι, παραδίδονταν στη μοίρα τους που φάνταζε στεγνή και στυγνή, χωρίς ελπίδα και μέλλον να δροσίσει τα σκασμένα χείλη τους.

Παντού ερήμωση, σκασμένο χώμα και σκόνη. Το λιγοστό νερό, γλυφό και αυτό πια ολοένα και λιγόστευε. Απελπισία. Ο θεός του μεγάλου βουνού από την κορφή που κρυβόταν σιωπηλός, μέσα-μέσα βρυχιόταν και λίγος μαύρος καπνός ανέβαινε στον ουρανό. Βροχή πουθενά όμως.

Μια μέρα ανέλπιστα ο ουρανός σκοτείνιασε! Λίγες σταγόνες ευλογημένης βροχής έπεσαν ξεπλένοντας για λίγο τη σκόνη που είχε κατακαθίσει παντού, θυμίζοντας έστω για λίγο αλλοίμονο, τις παλιές καλές εποχές. Οι ιθαγενείς ξεχύθηκαν τους δρόμους με κραυγές χαράς… μάννα εξ΄ ουρανού!!!

Και ξαφνικά το μεγάλο βουνό ζωντάνεψε. Και η φωνή του θεού που χρόνια είχε να ακουστεί αντήχησε βροντερή και ξάστερη: «…για την έπαρση σας και την αλαζονεία σας, σας τιμώρησα με ξηρασία. Όμως με τη βοήθεια των δεήσεων και θυσιών από τους σαμάνους σας θεωρώ ότι έφτασε οι καιρός να ποτίσει η βροχή ξανά τα πυρωμένα χώματα σας, να δροσίσει τα ξεραμένα χείλη σας. Αν συμφωνείτε και εσείς, τότε θα επιτρέψω στη βροχή να έρθει ξανά ώστε οι σοδειές σας να καρποφορήσουν και να μη διψάτε. Σκεφτείτε το λοιπόν και πέστε μου την ημέρα του καλοκαιρινού ηλιοστασίου…». Και με αυτά λόγια ο μεγάλος θεός του βουνού έμεινε σιωπηλός, ο καυτός ήλιος ξεπρόβαλλε ξανά από τα λίγα σύννεφα που είχαν απομείνει. Οι ιθαγενείς αποσβολωμένοι κοίταζαν ο ένας τον άλλο μη πιστεύοντας αυτό που μόλις συνέβηκε…

Το βράδυ οι σαμάνοι μαζεύτηκαν στη μεγάλη πλατεία για να συζητήσουν το αναπάντεχο αυτό συμβάν. Οι ιθαγενείς πλησίασαν και αυτοί όσο μπορούσαν τη μεγάλη πλατεία για να αφουγκραστούν τα λόγια των σοφών τους που μέσα από ουρλιαχτά και άναρθρες κραυγές δημιουργούσαν ένα κλίμα που δικαίωνε απόλυτα την πρωτόγονη κοινωνία την οποία εκπροσωπούσαν.

Και μέσα στον πανζουρλισμό και το απόλυτο χάος ξεπηδούσαν οι κραυγές των σαμάνων:

«Θα έχουμε πλημύρες, κατολισθήσεις, θα πνιγούν άνθρωποι αν αρχίσει να βρέχει πάλι!»

«Τόσα χρόνια δεν έχουμε κάνει αντιπλημμυρικά έργα, θα πνιγούμε στα μπάζα και τις λάσπες!»

Άλλοι ίσως πιο συνετοί ούρλιαζαν: «καλή η βροχή αλλά το νερό θα έχει τη σωστή σύσταση και περιεχόμενο;»

Άλλοι πάλι κραύγαζαν υστερικά «τι θα γίνει με εμάς που φυτέψαμε κάκτους; Αν βρέξει να σαπίσουν οι ρίζες τους! Θα καταστραφούμε!»

Και το κακό συνεχίζονταν όλο το βράδυ γύρω από μια μεγάλη φωτιά που κάποιοι είχαν ανάψει στο κέντρο της πλατείας. Οι φλόγες τρεμοπαίζοντας φώτιζαν τα πρόσωπα των σαμάνων που βαμμένα με τα χρώματα του πολέμου, είχαν μια απόκοσμη και φρικτή όψη.

Το πρώτο φως τους βρήκε όλους αποκαμωμένους. Μερικοί είχαν αποκοιμηθεί και άλλοι πάλι μάταια προσπαθούσαν να φωνάξουν, αφού ο λαιμός τους είχε κλείσει από τα ολονύχτια ουρλιαχτά τους. Η φωτιά είχε αρχίσει να σβήνει και μόνο μερικά κάρβουνα είχαν μείνει να σιγοκαίνε και να καπνίζουν κάνοντας αποπνιχτική την ατμόσφαιρα.

Τότε, ο αρχηγός των σαμάνων που μέχρι εκείνη την ώρα ήταν σιωπηλός, σηκώθηκε από τον ξύλινο θρόνο του και στάθηκε στη μέση της πλατείας, μπροστά από τα μισοκαμένα ξύλα. Κοίταξε το λαό του με αετίσιο βλέμμα που σιγά σιγά μαζευόταν γύρω του να ακούσει αυτά που ήθελε να τους πει. Η φωνή του βραχνή και βαριά, να τρέμει από συγκίνηση ακούστηκε σαν βροντή μέσα στη θανατερή ησυχία:

«Δεν παρέλαβα ξηρά για να παραδώσω λιμνοθάλασσα!»

Μετά από μια στιγμή ανήσυχης ηρεμίας ακούστηκαν οι ιαχές των ιθαγενών που ζητωκραύγαζαν τον μεγάλο αυτό σαμάνο που τους λύτρωσε, σηκώνοντας τον ψηλά στα χέρια τους και περιφέροντας τον στο χωριό με τραγούδια και χορούς. Όχι στην καταστροφική βροχή που θα ρήμαζε το βιός μας! Ζήτω ο σωτήρας μας, ο γενναίος μας λυτρωτής, ο άξιος αρχηγός!

Και οι χοροί και τα τραγούδια συνεχίσθηκαν μέχρι την ημέρα του ηλιοστασίου όπου οι ιθαγενείς με φωνή στεντόρεια και δυνατή φώναξαν στο θεό του μεγάλου βουνού να μη στείλει τη βροχή, να τους αφήσει ήσυχους και να πάει πίσω στον τάρταρο που κρυβόταν τόσα χρόνια.

Ο θεός του μεγάλου βουνού μούγκρισε λίγο-κάτι σαν καγχασμός ακούστηκε, το βουνό έβγαλε λίγο καπνό και μετά ησύχασε. Και ο ήλιος φάνηκε πυρός και λαμπερός να ψήνει τη γη.

Οι καιρός πέρασε και ο καθένας επέστρεψε στην άνυδρη καθημερινότητα του. Μερικοί πότε πότε έστρεφαν το βλέμμα τους δειλά προς το μεγάλο βουνό, που τώρα σιωπηλό φάνταζε βαρύ και αμείλικτο.

Τουλάχιστο δεν παρέλαβαν ξηρά για να παραδώσουν λιμνοθάλασσα στα παιδιά τους…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου